Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατορθωμα
κατόρθωμα
κατ-όρθωμα
-ατος τό
; 1) успех
ex. (τὸ ἄνευ τοῦ λόγου γινόμενα κατορθώματά ἐστιν Arst.; ἡ ἐκ τῶν κατορθωμάτων χαρά Polyb.)
; 2) честный поступок, доброе дело
ex. (τὰ ἀνθρώπινα ἁμαρτήματα καὴ κατορθώματα Sext.)