Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αγοραζω
ἀγοράζω
дор. ἀγοράσδω
; 1) ходить на рынок или по рынку
ex. (αἱ γυναῖκες ἀγοράζουσι Her.)
εἰσελθόντες ἠγόραζον εἰς τέν πόλιν Thuc. — они вошли на рыночную площадь города
; 2) тж. med. покупать на рынке
ex. (χιτώνιον Arph.; τὰ ἐπιτήδεια Xen., Dem.)
τὰ ἀγοράσματα ἠγορακέναι Arst. — закупить товары