Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μηχαναω
μηχανάω
μηχᾰνάω
преимущ. med. μηχᾰνάομαι, ион. μηχᾰνέομαι
; 1) изготовлять, строить
ex. (τείχεα Hom.; πλοῖα Her.)
; 2) готовить, приготовлять
ex. (τάφον καὴ κατασκαφάς τινι Aesch.; λόγοι εὖ μεμηχανημένοι Dem.)
λαγὸν μηχανησάμενος Her. — искусно приготовив зайца
; 3) создавать, устраивать
ex. (εἰσβάσεις Eur.; σκιάς Xen.)
; 4) замышлять, затевать, подстраивать
ex. (ἀτάσθαλά τινι Hom.; τὸ πᾶν ἐπί τινι Her.; οὐδὲν καινὸν ἐπι τινα Xen.; τάδε πρός τινα Her.; ταῦτα εἴς τινα Eur.; τὰ ἔχθιστα ἔς τινα Her.)
; 5) придумывать, выдумывать, изобретать
ex. (ἀριθμόν Plat.; τέχνας Xen.; πᾶσαν μηχανήν Plat., Plut.)
τινὰ δύναμιν εἰς σωτηρίαν μ. τινι Plat. — наделять кого-л. некой способностью самосохранения
; 6) приобретать, добывать
ex. (μεμηχανημένα ἐξ ἀδίκου Xen.)
; 7) вызывать, возбуждать
ex. (γέλωτα τοῖς συνοῦσι Xen.)