Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ερομαι
{*}ἔρομαι
(impf. εἰρόμην, fut. ἐρήσομαι, aor. 2 ἠρόμην, imper. ἐροῦ - эп. ἔρεο и εἴρειο, inf. ἐρέσθαι - эп. εἴρεσθαι) спрашивать, расспрашивать
ex. (τινά τι Hom., Pind., Plat., τινα ἀμφί τι и ἀμφί τινι Hom.; τινα περί τινος Hom., Her., Eur.)
εἴροντο ὅττι ἑ κήδοι Hom. — (сбежавшиеся киклопы) спрашивали (Полифема), что его беспокоит;
ἤρετο Ξενοφῶντα Xen. — (Сократ) обратился с вопросом к Ксенофонту;
{. δώματα πατρός Hom. — разузнать, где находится дом отца;
εἴρειν πρός τινά ἐρόμενον Arst. — отвечать на чей-л. вопрос