Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρηγορεω
παρηγορέω
παρ-ηγορέω
; 1) тж. med. уговаривать, увещевать (λείοισι μύθοις Aesch.; π. τινὰ μὴ κινδυνεύειν τινά Her.);
; 2) утешать (τινα Eur.):
τὰ παρηγοροῦντα Dem. утешения;
; 3) успокаивать, унимать (πόλιν θυμουμένην Eur.; τὰ πάθη Plut.).