Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατερυω
κατερύω
κατ-ερύω
ион. κατειρύω
; 1) (тж. κ. εἰς ἅλα Hom.) стаскивать, спускать (на воду)
ex. (τέν σχεδίην Hom.)
; 2) приводить, доставлять
ex. (τὰ ναυήγια ἐς τέν Σαλαμῖνα Her.)
; 3) натягивать
ex. (τὰ τόξα Anth.)