Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαφευξις
διάφευξις
διά-φευξις
-εως ἡ возможность (у)бежать
ex. (ἐγένετο ἡ δ. τινι Thuc.; οὐδεμία ἐκ λογισμοῦ δ. Plut.)
διάφευξιν - v. l. διάφυξιν - οὐκ ἔχειν Plut. — не предоставлять возможностей к бегству, не иметь выхода