Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαβοαω
διαβοάω
δια-βοάω
(fut. διαβοήσομαι)
; 1) выкрикивать
ex. (παντάλαν΄ ἄχη Aesch.)
κατὰ σφᾶς αὐτοὺς διεβόων ὡς φθείρεται τὰ πράγματα Thuc. — они кричали в своем кругу, что дело гибнет: med. кричать наперебой, перекрикиваться (λοιδορεῖσθαι καὴ δ. Dem.)
; 2) громко прославлять; pass. быть известным, знаменитым
ex. (ἐπί τινι Luc. и πρός τινα или ἔν τισι Plut.)
ταῦτα διαβεβόηται Plat. — это стало общеизвестным