Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατεξανισταμαι
κατεξανίσταμαι
κατ-εξᾰνίσταμαι
(fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)
; 1) восставать, противоборствовать, сопротивляться
ex. (τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.)
; 2) быть непокорным
ex. κ. ἁπάντων — (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки
; 3) быть настороже, бдительно следить
ex. (τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.)