Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καμινος
κάμινος
κάμῑνος
(ᾰ) ἡ
; 1) печь (для обжига или плавки), горн
ex. (ὀπτᾶν τὰς πλίνθους ἐν καμίνοισι Her.; ἐν καμίνῳ καίεται ὁ σίδηρος Arst.)
; 2) кухонная печь
ex. (βοῦς ὅλος ὀπτὸς ἐν καμίνῳ Her.; σῦκα ξηραινόμενα ταῖς καμίνοις Arst.)
ἡ κ. τοῦ πυρός NT. — горящая печь, перен. адское пламя