Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υποστημα
ὑπόστημα
ὑπό-στημα, ατος τό
; 1) осадок, отложение (τὰ γεώδη ὑποστήματα Arst.);
; 2) выделение (τῆς κύστεως καὶ τῆς κοιλίας Arst.);
; 3) подпора (sc. τοῦ σώματος Arst.);
; 4) нарыв ( Plut. - v. l. к ἀπόστημα).