Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικαλυμμα
ἐπικάλυμμα
ἐπι-κάλυμμα
-ατος (ᾰλ) τό
; 1) анат. перепонка, клапан Arst.
; 2) анат. крышка, щиток
ex. ἐπικαλύμματα τῶν βραγχίων Arst. — жаберные крышки
; 3) перен. покров, пелена, завеса
ex. (πολλῶν κακῶν Men.; ἐ. ἔχειν τῆς κακίας τέν ἐλευθερίαν NT.)