Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θεωρητικος
θεωρητικός
adj.=3 3
; 1) занимающийся умозрением, созерцающий, размышляющий
ex. (τοῦ ὄντος Plat. и τῶν ὄντων Plut.; περὴ τῆς φύσεως, περὴ τέν πρώτην οὐσίαν Arst.)
; 2) умозрительный, созерцательный, теоретический
ex. (φιλοσοφία, ἐπιστήμη Arst.; βίος Arst., Plut.; χαρακτήρ Diog.L.; φιλόσοφος Plut.)
πᾶδα διάνοια ἢ πρακτικέ ἢ ποιητικέ ἢ θεωρητική (sc. ἐστιν) Arst. — всякое мышление является либо деятельным, либо творческим, либо умозрительным
; 3) вдумчивый, сознательный
ex. (εὐφυές καὴ θ. Plut.)