Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
σιτιον
σιτίον
σῑτίον
τό (преимущ. pl.)
; 1) хлеб
ex. (ποιεῖσθαι σιτία ἀπὸ ὀλυρέων Her.)
; 2) продовольствие, пища
ex. (σιτία καὴ ποτά Plat.; σιτία ἡμέρων τριῶν Arph.)
; 3) питание, кормление
ex. (τὰ ἐν Πρυτανείῳ σιτία Arph.)
; 4) шутл. переваренная пища Arph.