Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιθημα
ἐπίθημα
ἐπί-θημα
-ατος τό
; 1) крышка
ex. (φωριαμῶν ἐπιθήματα Hom.; χύτρας Anth.)
χάλκεον ἐ. ἐπιθείς Her. — накрыв (котел) медной крышкой
; 2) намогильный памятник
ex. (θάψαι καὴ ἐ. ἐπιθεῖναι Isae.)
; 3) наконечник
ex. (λόγχαι ἐπιθήματα ἔχουσαι Diod.)