Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λιπαρης
λιπαρής
λῑπᾰρής
adj.=2 2
настойчивый, упорный, неутомимый
ex. (χειρουργία Arph.; προθυμία Luc.; λ. πρός и περί τι, περί τινος Plat. или τινος Luc.)
λιπαρεῖς ἦσαν δεόμενοι Plut. — они неотступно просили