Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προγιγνομαι
προγίγνομαι
προ-γίγνομαι
ион. προγίνομαι (γῑ) (fut. προγενήσομαι, aor. 2 προεγενόμην, pf. προγέγονα; pf. pass. προγεγένημαι)
; 1) являться раньше, случаться прежде, предшествовать
ex. (πρό τινος Plat.; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Plat.)
τὰ προγεγενημένα Thuc. — события прошлого, прошлое
; 2) рождаться раньше
ex. οἱ προγεγονότες Her., Xen., οἱ προγεγενημένοι Xen. и οἱ προγενόμενοι Polyb. — предшественники или предки
; 3) выходить вперед, являться, показываться
ex. (οἱ δὲ τάχα προγένοντο Hom.)