Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαζαω
διαζάω
δια-ζάω
ион. διαζώω
; 1) (о времени) проводить
ex. (χρόνον Plat.; πολλὰς ἡμέρας μετά τινα Plut.)
; 2) (тж. δ. βίον Eur., Xen., Plat.) вести жизнь, жить
ex. δ. τὸ καθ΄ ἡμέραν Plat. — жить изо дня в день
; 3) жить, кормиться
ex. (τινι Plat., ἀπό τινος Soph., Arph. и ἔκ τινος Sext.)
ποιηφαγέοντες διέζωον Her. — они питались травами