Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακοσμεω
κατακοσμέω
κατα-κοσμέω
; 1) прилаживать
ex. (ὀϊστὸν ἐπὴ νευρῇ Hom.)
; 2) med. приводить в порядок, убирать
ex. (δόμον Hom.)
; 3) устраивать, организовывать
ex. (πόλιν καὴ ἰδιώτας ἑκάστους Plat.)
κ. τέν διάνοιαν Plut. — владеть собой
; 4) убирать, украшать
ex. (τινα οἷον ἄγαλμα Plat.; τινα σεμνοτέροις πράγμασιν Arph.)
; 5) оснащать, вооружать
ex. (ὅπλοις τοῖς ἐκπαγλοτάτοις Xen.; σκύλοις πάντας Polyb.)
; 6) готовить, приучать
ex. (κατακοσμούμενος εἴς τι Plat.)
; 7) med. приспособляться, присоединяться
ex. (εἰς τέν γνώμην τινός Plut.)
; 8) призывать к порядку
ex. (τοὺς προστυγχάνοντας Plut.)
κ. ἑαυτόν Plut. — быть сдержанным