Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απαλλοτριοω
ἀπαλλοτριόω
ἀπ-αλλοτριόω
; 1) отчуждать, отнимать
ex. (τι ἀπό τινος Aeschin.; ἀπαλλοτριοῦσθαί τινος Polyb.)
ἀπαλλοτριοῦσθαι τῶν σωφρονούντων λογισμῶν и ἀπηλλοτριωμένας ἔχειν τὰς φρένας Plut. — быть лишенным здравого смысла;
ἀ. τῆς πρός τινα εὐνοίας Polyb. — лишить кого-л. (чьего-л.) расположения;
χώρα πρὸς φυτείαν ἀμπέλου ἀπηλλοτριωμένη Diod. — земля, непригодная для виноградарства
; 2) отчуждать (от себя), отдавать
ex. (οἰκεῖα Arst.)