Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασκευαζω
διασκευάζω
δια-σκευάζω
; 1) приводить в порядок, приготовлять
ex. (τὰ ὄργανα πρός τι Polyb.)
; 2) подготовлять
ex. (τινὰ ἐπὴ или εἰς τέν πρᾶξιν Plut.)
; 3) наряжать
ex. (τινὰ βασιλικῶς Luc.; γυναῖκες πολυτελῶς διεσχευασμέναι Polyb.; ἄνδρες εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι Plut.)
; 4) снаряжать
ex. (ὁπλῖται διεσκευασμένοι Arst.; ἱππεῖς διασκευασάμενοι Plat.)
; 5) med. снаряжаться
ex. (ἐς πλοῦν Thuc.; εἰς μάχην Xen.)
; 6) обрабатывать, редактировать
ex. (τὰς βίβλους Diod.)
; 7) med. ирон. устраиваться, принимать меры
ex. δ. πρὸς τὰς δικαστάς Xen. — стараться привлечь судей на свою сторону;
διασκευάσασθαι τέν οὐσίαν Dem. — промотать свое состояние