Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευλογια
εὐλογία
εὐ-λογία
ἡ
; 1) изящество речи, красноречие
ex. (εὐ. καὴ εὐαρμοστία Plat.; δι΄ εὐλογίας ἐξαπατᾶν τὰς καρδίας NT.)
; 2) (по)хвала
ex. (ἄξιος εὐλογίας Arph.)
ὑμνῆσαι δι΄ εὐλογίας Eur. — воспеть в хвалебных гимнах
; 3) благословение
ex. (μεταλαμβάνειν εὐλογία; ἀπό τινος NT.)
; 4) благодеяние
ex. (εὐ. καὴ οὐ πλεονεξία NT.)
; 5) вероятность
ex. habet εὐλογίαν Cic. — в его пользу можно кое-что сказать