Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταλαμπω
καταλάμπω
κατα-λάμπω
; 1) освещать (сверху), бросать свет
ex. (ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενος Xen.)
ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει Plat. — (все то), что освещает солнце
; 2) светить, сиять, блистать
ex. (ἐν μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur.; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν Plut.)
ἡμέρα κατέλαμψε Plut. — день воссиял, т.е. рассвело