Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πονηρια
πονηρία
ἡ
; 1) плохое состояние, нездоровье
ex. (τοῦ σώματος, ὀφθαλμῶν Plat.)
; 2) испорченность, негодность
ex. (τῆς πόλεως Plat.; τῆς πονηρίας τινὸς ἐπικρατῆσαι Lys.)
εἰς τέν πονηρίαν τρέπεσθαι Xen. — портиться, ухудшаться
; 3) лукавство NT.