Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανακεφαλαιοω
ἀνακεφαλαιόω
ἀνα-κεφᾰλαιόω
; 1) собирать вместе, объединять
ex. ἐν τῷ λόγῳ τοῦτῳ ἀνακεφαλαιοῦσθαι NT. — содержаться в следующих словах
; 2) med. сводить воедино
ex. (ἀνακεφαλαιώσασθαι πρὸς ἀνάμνησιν Arst.)