Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαγωνιζομαι
ἐπαγωνίζομαι
ἐπ-ᾰγωνίζομαι
(aor. ἐπηγωνισάμην)
ex. (вновь) вступать в борьбу, бороться (τεκμηρίοις Plut.)
ἐ. τινι Plut. — возобновлять борьбу с кем-л.;
ἐ. ταῖς νίκαις Plut. — после (одержанных) побед продолжать борьбу