Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διατιμαω
διατιμάω
δια-τῑμάω
; 1) обсуждать, определять
ex. τὰ τοῦδ΄ οὐ διατετίμηται θεοῖς Aesch. — решение богов о его делах еще не состоялось (v. l. οὐ δίχα τετίμηται)
; 2) med. оценивать
ex. (ταλάντων πεντακοσίων τι Diod.)