Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπολαω
ἐμπολάω
ἐμ-πολάω
(impf. ἠμπόλων, fut. ἐμπολήσω, aor. ἐνεπόλησα, pf. ἠμπόληκα - Luc. ἐμπεπόληκα; pass.: aor. ἠμπολήθην, pf. ἠμπόλημαι)
; 1) закупать, покупать
ex. (τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον Soph.; ἄλφιτα καὴ πυρόν Arph.; med. βίοτον πολύν Hom.)
ἐμποληθείς (sc. ἀνήρ) Soph. — проданный, т.е. раб
; 2) выручать от продажи
ex. (τετρακισχιλίας δραχμὰς ἔκ τινος Isae.; οὐ πλεῖον Xen.)
; 3) получать, приобретать
ex. (κέρδος Soph.)
ἠμποληκὼς τὰ πλεῖστ΄ ἀμείνονα Aesch. — достигнув в большинстве случаев успехов
; 4) зарабатывать
ex. (οὐδ΄ ὀβολόν Luc.)
; 5) продавать
ex. (πεντήκοντα δραχμῶν τι Arph.)
ἐ. βέλτιον Arph. — продать выгоднее;
ἐμπολῆσαι τέν φρένα τινός Soph. — обмануть кого-л.