Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ταπεινοτης
ταπεινότης
τᾰπεινότης
-ητος ἡ
; 1) низкий рост, малорослость (sc. τοῦ ἵππου Her.)
; 2) низменность
ex. (τῆς χώρας Diod.)
; 3) упадок, падение, унижение
ex. (ἐς ταπεινότητα ἀφικνεῖσθαι Thuc.)
; 4) подавленность, уныние
ex. (πολλέ σιωπέ καὴ τ. Xen.)
; 5) низость
ex. (τ. καὴ μικροψυχία Arst.)