Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επεκτασις
ἐπέκτασις
ἐπ-έκτᾰσις
-εως ἡ
; 1) протяжение
ex. (κενὸν καὴ ἐ. Arst.)
ἐπέκτασιν οὐκ ἔχειν Arst. — быть непротяженным
; 2) растяжение, удлинение
ex. (τῶν ὀνομάτων Arst.)
; 3) грам. долгота
ex. (βραχύτης καὴ ἐ. Sext.)