Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταδιωκω
καταδιώκω
κατα-διώκω
; 1) преследовать
ex. (τινὰ ἐς τέν ἤπειρον Thuc.; εἰς τέν θάλασσαν Xen.)
; 2) добиваться, стремиться приобрести
ex. (τέν εὐχέρειαν Polyb.)
; 3) следовать
ex. κατεδίωξαν αὐτόν NT. — они последовали за ним