Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακλαω
κατακλάω
κατα-κλάω
I.
(λᾰ) (fut. κατακλάσω, aor. pass. κατεκλάσθην)
; 1) ломать
ex. (ἀνθερίκων καρπόν Hom.; τὰ δόρατα Her.; τὰς ῥάβδους Plut.; τοὺς ἄρτους NT.)
; 2) преломлять, отклонять
ex. (ἡ ὄψις κατακλωμένη Plut.)
ὄμματα κατακεκλασμένα Arst. — раскосые глаза
; 3) гнуть, нагибать
ex. (αὐχένα ἐπὴ γαίης Theocr. - in tmesi)
; 4) перен. ломать, подавлять
ex. (τὸ θράσος, τὸ σοβαρόν Plut.)
; 5) потрясать, надрывать, расстраивать, волновать
ex. (φίλον ἦτόρ τινι Hom.; τοὺς παρόντας Plat.; τέν διάνοιάν τινι Plut.)
; 6) надламывать, расслаблять (sc. τινα τῷ πώματι Eur.; τῇ μέθῃ κατακεκλασμένος Plut.)
; 7) (о голосе) понижать
ex. κατακλᾶν ἑαυτόν Luc. — заговорить низким голосом
II.
(λᾱ) атт. = κατακλαίω