Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασιωπαω
κατασιωπάω
κατα-σιωπάω
(fut. κατασιωπήσομαι и κατασιωπήσω)
; 1) хранить молчание, молчать
ex. (περί τινος Isocr.)
; 2) умолкать
ex. (κατεσιώπησαν οἱ λοιποί Plut.)
; 3) умалчивать, обходить молчанием
ex. (τι Isocr., Luc.)
; 4) преимущ. med. заставлять умолкнуть
ex. (τινα Xen.)
κήρυξ κατασιωπησάμενος ἔλεξε Xen. — глашатай, водворив молчание, сказал;
κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον Polyb. — унять шум