Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ιος
ἰός
I.
(ῑ) ὁ (эп. pl. тж. ἰά) дротик, преимущ. стрела
ex. (χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὴ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.)
II.
(ῑ) ὁ
; 1) яд
ex. (ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT.)
; 2) сок
ex. ἰ. μελισσῶν Pind. — пчелиный сок, т.е. мед.
III.
(ῑ) ὁ ржавчина
ex. (χαλκοῦ καὴ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὴ ἀργύρου NT.)