Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συντινασσω
συντῐνάσσω
συν-τῐνάσσω, атт. συντινάττω
; 1) сильно потрясать (τὴν γῆν Arst.);
; 2) одновременно сотрясать (πῶς οἷόν τε, τῆς βάσεως τιναττομένης, μὴ συντινάττεσθαι τὸ ἐνόν; Plut.);
; 3) возбуждать, начинать (μάχαν Theocr. - in tmesi).