Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπιεζω
ἐκπιέζω
ἐκ-πιέζω
; 1) выжимать, выдавливать
ex. (τὸ νοτερόν Arst., Plut.; ὑπὸ κουφότητος ἐκπιεσθείς Plut.)
ἐκπιεστὰ ξύλα Arst. — высушенные дрова
; 2) воен. вытеснять, выпирать
ex. (τοὺς προσβάλλοντας Polyb.)