Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαχεω
διαχέω
δια-χέω
(aor. διέχεα - эп.-ион. διέχευα)
; 1) разливать, переливать
ex. (ἔλαιον ἐκ δεξαμένης ἐς ἄλλο διαχεόμενον Her.)
; 2) pass. стекать
ex. (ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ πέλαγος Plut.)
; 3) (о реке) размывать, разрушать
ex. (χοῦν Her.; ἴχνη Xen.); pass. разрушаться, разваливаться
ex. (χῶμα διαχεῖται Thuc.)
; 4) разделять, разъединять
ex. (τὰ συγκεκριμένα Plat.)
; 5) разрубать, рассекать
ex. (βοῦν ἅπαντα Hom.)
; 6) растворять, распускать или разрежать
ex. (ἡ θερμότης διαχεῖ τὸν ἀέρα Arst.); растворяться
ex. (τὰ φάρμακα διαχοῦνται Arst.)
; 7) pass. испаряться
ex. (τὸ ὑγρὸν διαχεῖται ὑπὸ τοῦ πυρός Arst.)
; 8) pass. таять
ex. (διαχεῖται ἡ χιών Xen.)
; 9) pass. расходиться, распространяться
ex. (εἰς ἅπαντα τὰ μέρη τοῦ σώματος Arst.)
; 10) pass. разбегаться
ex. (οἱ στρατιῶται διαχέοντο Xen.)
; 11) pass. разлагаться, истлевать
ex. (ὁ νεκρὸς τεταριχευμένος οὐδὲν διεχέετο Her.)
; 12) расслаблять
ex. (σώματα ὑπὸ μέθης διακεχυμένα Plat.)
διακεχυμένος Plut. — развязный
; 13) ослаблять, притуплять
ex. (τέν αἴσθησιν τοῦ ἁπτομένου Plut.)
; 14) смягчать, успокаивать, утешать
ex. (λόγοις ἐπιεικέσιν Plut.)
διακεχυμένος τῷ προσώπῳ или διακεχυμένῳ προσώπῳ Plut. — с веселым лицом;
εὐφραινόμενος διαχεῖται Plat. — он преисполнен радости
; 15) разрушать, расстраивать
ex. (τὰ βεβουλευμένα τινός Her.)