Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επινικιος
ἐπινίκιος
ἐπι-νίκιος
adj.=2 2
(νῑ)
; 1) победный
ex. (ἀοιδή Pind.; ὕμνος Diod.; στέφανοι Plut.)
; 2) триумфальный
ex. (τιμαί Plut.)
; 3) справляемый в честь победы
ex. (ἀγῶνες Polyb.; ἑορτή Plut.)