Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δηγμα
δῆγμα
-ατος τό <δάκνω>
укус
ex. (τῶν φαλαγγίων
Xen.
; δήγματα θανάσιμα
Arst.
; ἀκολάστων γυναικῶν
Plut.
;
перен.
λύπης
Aesch.
; ἔρωτος
Soph.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,