Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανηνυτος
ἀνήνυτος
ἀν-ήνῠτος
adj.=2 2
; 1) нескончаемый, бесконечный, безысходный
ex. (οἶτος κακῶν Soph.; κακόν Plat.)
κατὰ τὸ μῆκος ἀ. Polyb. — нескончаемо длинный
; 2) бесполезный, бесцельный, напрасный
ex. (ἔργον, εὐχαί, Σισύφου πέτρος, πόνος Plat.; ἆθλα Plut.)