Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικτησις
ἐπίκτησις
ἐπί-κτησις
-εως ἡ приобретение, стяжание
ex. (χρημάτων Arst.)
τά τε κατὰ φύσιν καὴ κατ΄ ἐπίκτησιν Plut. — как природное, так и приобретенное;
καλέ ἡ ἐ. Τροίαν ἑλόντα κλέος λαβεῖν! Soph. — (что за) прекрасное достижение - стяжать славу взятия Трои!