Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προοιδα
πρόοιδα
πρό-οιδα
(inf. προειδέναι, part. προειδώς) заранее знать
ex. (τέν ἀλήθειαν περί τινος Plat.)
πάντων προειδότων, ὅτι δεήσει κινδυνεύειν Lys. — (причем) все знали, что придется встретиться с опасностями