Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διεκπλεω
διεκπλέω
δι-εκπλέω
ион. διεκπλώω
; 1) переплывать
ex. (ἐκ τοῦ Πόντου τὸν Ἑλλήσποντον Her.)
; 2) проплывать мимо
ex. (Ἡρακλέων στηλέων Her.; τὰ ἕλη Plut.)
; 3) выплывать на другую сторону
ex. (διεκπλώσας καὴ κάμψας τὸ ἀκρωτήριον Her.)
; 4) воен. прорываться на кораблях
ex. (διεκπλώοντες ἐναυμάχεον Her.; δ. οὐ διδόναι Thuc.: διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Polyb.; εἴκοσι ναυσί Plut.)