Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δοξαστος
δοξαστός
adj.=3 3
; 1) предполагаемый, предположительный
ex. (τὸ δοξαστὸν ἄλλο τι ἢ τὸ ὄν Plat.; δ. καὴ ἐλπιστός Arst.)
; 2) воображаемый
ex. (οὐχ ὁρατός, ἀλλὰ δ. Plut.)
τροφέ δοξαστή Plat. — (создавшиеся) мнения, представления