Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προκαθιημι
προκαθίημι
προ-καθίημι
; 1) ранее посылать
ex. (τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.)
; 2) высылать вперед
ex. (π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.)
; 3) заранее ввергать
ex. (τέν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.)