Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δυναμικος
δυναμικός
δῠνᾰμικός
adj.=3 3
сильный, могучий, мощный
ex. (ἄνθρωποι Polyb.; ἐρωτήματα Plut.)
δ. κατὰ τέν σωματικέν ἕξιν Polyb. — крепкий телом;
δ. πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας Polyb. — воинственный