Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αυθιγενης
αὐθιγενής
αὐθῐ-γενής
I.
ион. αὐτιγενής adj.=2 2
; 1) местного происхождения, местный, туземный
ex. (θεός Her.)
αὐτιγενέες ποταμοὴ Σκυθικοί Her. — собственно скифские реки (т.е. берущие начало в самой Скифии)
; 2) самобытный, своеобразный
ex. (βίος αὐ. καὴ ἄκρατος ἀλλοτρίοις ἤθεσι Plut.)
; 3) искренний
ex. (ἰάλεμος Eur.)
II.
-οῦς ὁ местный житель, туземец
ex. (ξένοι, αὐ. δὲ οὐδείς Luc.)