Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαχωριζω
διαχωρίζω
δια-χωρίζω
(fut. διαχωρίσω - атт. διαχωριῶ)
; 1) разделять, разобщать Arph.
; 2) pass. разделяться, раскрываться
ex. (τὰ βλέφαρα διαχωρίζονται Arst.)
; 3) выделять, отделять
ex. (τι ἀπό τινος Plat., Diod.)
; 4) различать, расчленять
ex. (τὰ κατὰ γένη διαχωρισθέντα Plat.)