Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπηγνυω
ἐκπηγνύω
ἐκ-πηγνύω
; 1) досл. замораживать, перен. уплотнять, делать твердым
ex. (ἐκπαγεὴς καὴ γενομένος σκληρός Plut.)
; 2) приводить в оцепенение, оглушать
ex. (τῆς νάρκης δύναμις τοὺς θίγοντας ἐκπηγνύουσα Plut.)