Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κεκλασμενος
κεκλασμένος
adj.=3 3
<part. pf. к κλάω II>
; 1) искривленный, кривой
ex. (ὁδοί, φοραί Plut.)
ἡ κεκλασμένη (sc. γραμμή) Arst. — ломаная линия
; 2) надломленный, расслабленный или томный
ex. (φωνή, ὄμματα Arst.; μέλη Plut.)